Στον Νίκο Εγγονόπουλο Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ' Αρκόζι που πέθανε- "εν ζωή"- και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του -γίδια βόδια και πρόβατα πολλά- πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό που 'χει στημένο καταμεσής στο δωμάτιό του σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος στ' ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να 'χε κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά να 'χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
Η πληγεί θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι' αυτό τ' αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους. Η Κρύπτη, εκδόσεις στιγμή, 1991
Σχόλια