Και πρόσεξε μην την παραγγείλεις στην Πόλη και τη Βενετιά στις γέφυρες τις σκοτεινές του Δουνάβεως μακριά στο Βουκουρέστι -και ας ωρύεται ο Τσέλαν- πάρεξ σε Χιονιαδίτη μάστορα με τη σελήνη στο σελάχι και μουγγές νύχτες του Γράμμου ένοχα με ιώδιο και κοντύλι χρυσό ιστορημένες στο στήθος του. Τι ωραία τη χαρά να δώσεις στου ξύλου την ευλάβεια ώχρα προπατορική εγκαυστικό κόκκινο ζάμπλουτο μπλε Σαρανταπόρου που θέλησε ο καιρός το φως άστρου που με τον εναέριο χάθηκε νόστο χελιδόνας. Αρώματα απ' το Ισπαχάν να κρύβεις μέσα την ασημί κατάνυξη του καθρέφτη χτένι νεόνυμφο ποικιλίες ρόδων μετάξια από την άνοιξη του κορμιού σου. Ύστερα ξαφνικό βοριά να φυλάξε...
Στον Νίκο Εγγονόπουλο Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ' Αρκόζι που πέθανε- "εν ζωή"- και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του -γίδια βόδια και πρόβατα πολλά- πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό που 'χει στημένο καταμεσής στο δωμάτιό του σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος στ' ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να 'χε κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά να 'χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
Σχόλια